-
1 διακοπτω
1) разрубать, рассекать, разбивать, разламывать(μοχλόν Thuc., Polyb.; τὰ κλεῖθρα Xen.; τὸν κρύσταλλον Arst.; τόν θώρακα τῷ δόρατι Plut.)
2) отрубать, отсекать(ξίφει τέν χεῖρα Plut.)
3) наносить раны, ранить4) разрывать, прорывать(τέν κοιλίαν Arst.; воен. τάξιν Xen., Polyb.; φάλαγγα Plut.)
5) прерывать, прекращать(τὰς πρός τινα διαλύσεις Polyb.; τέν κοινολογίαν Plut.)
6) разрывать, расторгать(συνθήκας, τέν πρός τινα συμμαχίαν Polyb.)
7) разлучать, разделять(τινάς Plut.)
8) обрывать(τέν περίοδον Arst.)
9) пробиваться, прорыватьсяτὸ βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελθεῖν Luc. — стрела, впившаяся глубоко
См. также в других словарях:
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
αποτμήγω — ἀποτμήγω (Α) (επικ. τ. του αποτέμνω) αποκόπτω, αποχωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + τμήγω («κόπτω, σχίζω»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. από και διά] … Dictionary of Greek
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek